- σφορτσάρω
- Ν(ξεν.) εξαναγκάζω, πιέζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sforzare «πιέζω» εξαναγκάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφορτσάντο — και σφορτσάτο, το, Ν άκλ. μουσ. όρος και σημείο που δηλώνει ένταση τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sforzando < ρ. sforzare «πιέζω, βιάζω» (βλ. και σφορτσάρω)] … Dictionary of Greek
σφόρτσο — το, Ν άκλ. (ξεν.) 1. βία, εξαναγκασμός 2. αγώνας, προσπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sforzo (βλ. και σφορτσάρω)] … Dictionary of Greek
σφόρτσος — ο, Ν σφοδρός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sforzo (βλ. και σφορτσάρω)] … Dictionary of Greek